- θησαύριση
- η (Μ θησαύρισις) [θησαυρίζω]1. θησαύρισμα, αποταμίευση, απόκτηση θησαυρού, πλουτισμός2. (ειδ. για φιλολ. συναγωγές) συγκέντρωση, συναγωγή, συλλογή («θησαύριση λέξεων»)μσν.μτφ. πλησμονή αγαθοεργίας («θησαύρισις ἀγαθῶν ἔργων», Θεόδ. Στουδ.).
Dictionary of Greek. 2013.